ασταθμητον

ασταθμητον
    ἀστάθμητον
    ἀ-στάθμητον
    τό шаткость, недостоверность
    

(τοῦ μέλλοντος Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασταθμητον" в других словарях:

  • ἀστάθμητον — ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστάθμητος — η, ο (AM ἀστάθμητος, ον) [σταθμώ] 1. ο αζύγιστος 2. ο αβαρής 3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες») 4. ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. ο κινητός, ο άστατος 2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»